- προεισελαύνω
- προεισ-ελαύνω, intr.,A go in before,
εἰς τὸ ἄστυ Hld.9.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς τὸ ἄστυ Hld.9.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεισελαύνω — Α είσελαύνω* προηγουμένως («ὀλίγον ἔφθη προεισελάσας εἰς τὸ ἄστυ», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσελαύνω «οδηγώ μέσα, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek